- αγναντερός
- -ή, -ότόπος κατάλληλος για αντίκρισμα, για επισκόπηση: Πήγαν και στάθηκαν σ' ένα μέρος αγναντερό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγναντερός — ή, ό 1. (για τόπο) αυτός από τον οποίο μπορεί κανείς να επισκοπεί τον χώρο 2. ο ορατός από παντού, περίοπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αγνάντια + παραγ. κατάλ. ερός] … Dictionary of Greek
αγνάντια — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 411 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χασίων. * * * και αγνάντι επίρρ. απέναντι, αντίκρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη συνεκφορά: τα εναντία > *ταϊνάντια > *ταjνάντια… … Dictionary of Greek